Η συντριπτική πλειοψηφία των περίπου 1.500.000 προσφύγων που έφτασαν στην Ελλάδα μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας το 1922 αντιμετωπίστηκε με ακραίο ρατσισμό. Η έλευση των εκδιωχθέντων από τα ανατολικά παράλια του Αιγαίου προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις ανάμεσα στους ντόπιους Έλληνες, οι οποίοι αντέτειναν βρισιές όπως «τουρκόσποροι» και «σκατοουγλούδες». Όπως αναφέρει ο διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ, Βλάσης Αγτζίδης, στο νέο του βιβλίο «Μεταξύ Σεβρών και Λωζάννης – Πλευρές της Μικρασιατικής τραγωδίας», αυτή η εχθρότητα θα κορυφωθεί το 1923 μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών εντός του πλαισίου των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η κατάσταση αυτή δεν ήταν ξαφνική, καθώς η ελλαδική κοινωνία είχε συνθέσει εικόνα για τους πρόσφυγες ήδη από το 1916. Τότε, το Εργατικό Κέντρο Αθηνών ζητούσε την απαγόρευση πρόσληψης προσφύγων εργατών, ενώ οι παραστρατιωτικές οργανώσεις πραγματοποίησαν επιθέσεις κατά των προσφύγων του πρώτου διωγμού. Η αρνητική αυτή στάση ενισχύθηκε από προπαγάνδα που χαρακτήριζε τους πρόσφυγες ως «ξενόδουλους».
Η ήττα του ελληνικού στρατού το 1922 επέφερε ανθρωπιστική καταστροφή, καθώς η πολιτική εθνοκάθαρσης των νικητών Τούρκων εκφράστηκε με τη σφαγή και την πυρπόληση της Σμύρνης. Χιλιάδες πρόσφυγες κατέφυγαν σε ελληνικά εδάφη, ενώ οι σκληρές συνθήκες ζωής οδήγησαν σε υπερβολικούς θανάτους. Σύμφωνα με έκθεση της αμερικανικής φιλανθρωπικής οργάνωσης Near East Relief το 1924, 225.000 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους κατά την πρώτη αυτή περίοδο άφιξης.
Η απογραφή του 1928 έδειξε πως οι πρόσφυγες ανέρχονταν σε 1.221.849 άτομα, με τον γηγενή πληθυσμό να αγγίζει τα 5.000.000. Οι συνθήκες ζωής στα στρατόπεδα προσφύγων ήταν τραγικές, με μεγάλο ποσοστό θνησιμότητας και αυξανόμενη ένταση που συχνά λαμβάνει και επιθετικά χαρακτηριστικά. Ενδεικτικές είναι οι καταγγελίες που μιλούν για εξαθλίωση και ακραίες αντιδράσεις, όπως οι επιθέσεις από παραστρατιωτικές ομάδες.
Η αρχική υποδοχή των προσφύγων στηρίχτηκε στη φιλοξενία, αλλά γρήγορα γύρισε σε εχθρότητα και αποστροφή. Οι έντονες αντιδράσεις από βενιζελικούς και μοναρχικούς πολιτικούς επιβεβαίωναν τη γενικευμένη καχυποψία απέναντι στους πρόσφυγες, οι οποίοι θεωρούνταν «ξένο σώμα» στην κοινωνία.
Στη διάρκεια της καραντίνας της Μακρονήσου, οι πρόσφυγες υπέφεραν από έλλειψη πόρων και απάνθρωπες συνθήκες. Οι επιδημίες και οι θάνατοι ήταν συνηθισμένο φαινόμενο, με μαρτυρίες να αναδεικνύουν τη σφοδρότητα των καταστάσεων. Οι προσφυγικές συνοικίες, αν και εν μέρει οργανωμένες, παρείχαν μόνο στοιχειώδεις συνθήκες, ενώ η διαρκής εχθρότητα από τους γηγενείς συνέχιζε να υπονομεύει την προσπάθεια αποδοχής.
Η εμπάθεια κατά των προσφύγων διατηρήθηκε και εξελίχθηκε και τις επόμενες δεκαετίες, με πολιτικές που προωθούσαν την απομόνωση και την περιθωριοποίησή τους. Πηγή: newsbeast.gr